""....Δεν είχα λοιπόν καμία αμφιβολία ότι αυτή ήταν γάτα και χωρίς δεύτερη σκέψη προσγειώθηκα –κάπως άτσαλα ομολογώ– στην ξένη αυλή.
Η άσπρη γειτόνισσα είχε γυρίσει από την άλλη και ευτυχώς δηλαδή, γιατί δεν είδε το άτσαλο πέσιμό μου από τη σκάλα. Πήρα την κυριλέ φωνή μου, αυτή που έχω όταν μιλάω σοβαρά με την Εύα,
και είπα:
―Νιάου… νιαρ… χρρ… νιακ νιακ, που θα πει: Καλημέρα, έρχομαι με φιλικές διαθέσεις. Πώς σε λένε;
Η γάτα ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Ξαναείπα:
―Νιάααου… νιαρ… νιααρ… χρρ χρρ, που θα πει: Γατούλα! Είμαι ο Πάνθηρας. Από δίπλα. Θέλεις να γνωριστούμε; Μπορούμε να παίζουμε αν το θέλεις.
Η γάτα πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να μου δώσει την παραμικρή σημασία, και άρχισε να μυρίζει ένα λουλούδι.
«Αααα, δε θα τα πάμε καλά» είπα από μέσα μου. Μα να με αγνοεί έτσι επιδεικτικά; Γιατί; Τι της έκανα;
Είπα:
―Γκρρρρρ!
Που θα πει:
―Καλέ γατούλα; Δεν ακούς που σου μιλάω; Έχω ξελαρυγγιαστεί τόση ώρα κι εσύ σημασία δε μου δίνεις. Γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι; Δεν ξέρεις ότι είναι πολύ μεγάλη αγένεια; Ε; Τουλάχιστον
γύρνα να πούμε μια «καλημέρα». Τι σου ζήτησα; Δε σου ζήτησα να μου δώσεις τις κροκέτες σου. Αμάν πια!
Εκείνη τίποτα. Απτόητη, συνέχισε να μυρίζει το λουλουδάκι κι
έπειτα άρχισε να το μασουλάει.
Μα καλά… Αόρατος ήμουν; Τι ανεξήγητη συμπεριφορά ήταν αυτή; Θύμωσα πολύ μαζί της. Αν ήταν γάτος, θα του είχα ρίξει μια φάπα για να γυρίσει να με κοιτάξει, αλλά, επειδή ήταν κορίτσι,
τη σεβάστηκα. Έτσι είμαι εγώ… Καλό γατί. Με αρχές. Κι εκείνη…Αγενής και αδιάφορη. Ωραίος τρόπος! Καλύτερα να έφευγα.
Είπα ένα:
―Νιαρρ… κχχ… νιακ… νιάου… νιαρ νιαρ γκρρρρ κχχχ νιαα-
ακ… νιαααααρρρ γκγκγκρρρρρρ, που θα πει: Αντίο! Και γύρισα να φύγω, βαθιά προσβεβλημένος από την άδικη συμπεριφορά της. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή γύρισε και με είδε!
Όμως η αντίδρασή της δεν ήταν ακριβώς αυτή που περίμενα. Δηλαδή δεν ήταν και εχθρική, αλλά και φιλική δεν την έλεγες με τίποτα.
Έβγαλε έναν ήχο, κάτι σαν «χχχχ… γκρρρπρρ» και πετάχτηκε αν να είχε δει μπροστά της φάντασμα. Τρομαγμένη και με τις λευκές της τρίχες ολόρθες, έφυγε με απίστευτη ταχύτητα για το σπίτι, αφήνοντάς με σύξυλο. Μα τι είχε γίνει; «Τόσο τρομακτικός είμαι;» αναρωτιόμουν.
Μέσα από το σπίτι ακούστηκε μια γλυκιά αντρική φωνή:
―Τι έπαθες, κορίτσι μου; Τι έπαθε η Χιονάτη μου; Τι σε τρόμαξε;
Και πριν προλάβω να αντιδράσω, ένας κύριος ξεπρόβαλε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και μου έριξε μια ερευνητική ματιά.
Ήταν περίπου στην ηλικία του παππού Θωμά. Ωστόσο δε φοβήθηκα, γιατί μου φάνηκε πολύ καλοσυνάτος.
―Γιατί τρόμαξες, Χιονάτη μου; Ένας μαύρος γατούλης είναι μόνο. Και, απ’ ό,τι βλέπω, φοράει και λουράκι, άρα είναι από σπίτι, είπε ο καλός κυριούλης, που καμία σχέση δεν είχε με την αγενή
γάτα του.
Τι ψηλομύτα, Θεέ μου!
Εκείνη τη στιγμή, από τη διπλανή αυλή ακούστηκε η φωνή της Αλίκης να φωνάζει ανήσυχα:
―Πάνθηρααααααα! Πού είσαι, αγόρι μου; Ψιψιψιψιιιιτ! ""